- βληχή
- η (AM βληχή, Α και βλαχά, δωρ. τ.)το βέλασμα των προβάτωναρχ.το κλάμα του βρέφους.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. λ. ονοματοποιημένη. Η άποψη κατά την οποία το βληχή προέρχεται από το βληχώμαι (-άομαι), αν το βληχώμαι θεωρηθεί ανεξάρτητος επιτατικός σχηματισμός (πρβλ. βρυχώμαι, μυκώμαι), αίρεται από το γεγονός ότι το βληχώμαι είναι μτγν. του βληχή, ενώ αβέβαιη φαίνεται και η υπόθεση ότι βληχώμαι < βληχή. Ο τ. βλᾱχᾱ, ο οποίος απαντά σε λυρικά χωρία τραγικών, πιθ. αποτελεί υπερδωρισμό. Τέλος, η λ. βληχή συσχετίζεται σημασιολογικά και μορφολογικά με άλλους ινδοευρ. τ. που βασίζονται σε αρχική ρίζα *blē-, παρεκτεταμένη με διάφορα προσδιοριστικά σύμφωναπρβλ. τσεχ. blekati, μσν. γερμ. bleken > νέο άνω γερμ. blokenαγγλοσαξ. blōetan, αρχ. άνω γερμ. blazen κ.ά.].
Dictionary of Greek. 2013.